άσπονδος

άσπονδος
786 ἄσπονδος
{прил., 2}
непримиримый, не принимающий перемирия, неумолимый.
Синонимы: 786 (ἄσπονδος) говорит о человеке, который не желает прийти к миру или согласию, а 802 (ἀσύνθετος) говорит о человеке, который легко нарушает договор или соглашение и не держит своего слова.
Ссылки: Рим. 1:31; 2Тим. 3:3.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άσπονδος" в других словарях:

  • ἄσπονδος — without masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… …   Dictionary of Greek

  • άσπονδος — η, ο εκείνος με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συνθηκολογήσει, αδιάλλακτος: Χρόνια τώρα ήταν άσπονδοι εχθροί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπόνδως — ἄσπονδος without adverbial ἄσπονδος without masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσπονδον — ἄσπονδος without masc/fem acc sg ἄσπονδος without neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπονδοτάτους — ἄσπονδος without masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπονδότατος — ἄσπονδος without masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοις — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοισι — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοισιν — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδου — ἄσπονδος without masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»